μεμβράς

μεμβράς
μεμβράς, -άδος, ἡ (Α)
είδος μικρής άφυας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από τον τ. βεμβράς* «είδος άφυας, αθερίνας», με ανομοιωτική τροπή τού β- σε μ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεμβράς — sprat fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδα — μεμβράς sprat fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδας — μεμβράς sprat fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδες — μεμβράς sprat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδι — μεμβράς sprat fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδος — μεμβράς sprat fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδων — μεμβράς sprat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράσι — μεμβράς sprat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμβράδιον — και μεμβρίδιον, τὸ (Α) [μεμβράς] υποκορ. τού μεμβράς …   Dictionary of Greek

  • μεμβραδοπώλης — μεμβραδοπώλης, ὁ (Α) ο πωλητής μεμβράδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμβράς, άδος «είδος μικρού ψαριού» + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”